- σκληροκαρδίαν
- σκληροκαρδίᾱν , σκληροκαρδίαhardness of heartfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληροκαρδία — η, ΝΑ, και σκληροκαρδιά Ν [σκηροκάρδιος, καρδος] η ιδιότητα τού σκληρόκαρδου, αναλγησία, απονιά («καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν», ΚΔ) … Dictionary of Greek